- φθεγματικός
- φθεγ-ματικός, ή, όν,A vocal,
μαντεῖον Max.
Tyr.41.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαντεῖον Max.
Tyr.41.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθεγματικός — ή, όν, Α [φθέγμα, ατος] αυτός που παράγει φωνή … Dictionary of Greek
φθεγματικόν — φθεγματικός vocal masc acc sg φθεγματικός vocal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)